- κατέπιον
- κατέπιον s. καταπίνω.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
κατέπιον — καταπίνω gulp aor ind act 3rd pl καταπίνω gulp aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)